λευκανίη

λευκανίη
λευκ-ᾰνίη, [suff] λευκ-ᾰνίηθεν, etc.,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαυκανίη — και λευκανίη, ἡ (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λαυκαν ίη πιθ. < *λαύκ ανον, σχηματισμένος κατά τα θηλ. ουσ. σε ία, που δηλώνουν μέλη ή όργανα τού σώματος (πρβλ. αρτηρ ία, καρδ ία). Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. pa… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • (s)leug-, (s)leuk- —     (s)leug , (s)leuk     English meaning: to swallow     Deutsche Übersetzung: ‘schlucken”     Grammatical information: partly nasal present (s)lu n gō, (s)lu n kō     Material: Gk. λύγξ, γγος f., λυγμός (probably *λυγγμός) m. “the Schlucken”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”